- αβλαστολόγητος
- η , ο неподрезанный (о винограднике, деревьях)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβλαστολόγητος — η, ο [βλαστολογώ] αυτός που δεν βλαστολογήθηκε … Dictionary of Greek
αβλαστολόγητος — η, ο εκείνος που δεν του κόπηκαν τα βλαστάρια: Φέτος τ αμπέλια κινδύνευαν να μείνουν αβλαστολόγητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)